Κείμενο: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
«Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια, που πάντα φυσάει ο βοριάς», έλεγε ένα αντάρτικο τραγούδι που αγαπούσαν οι ΕΛΑΣίτες. Το ίδιο λέμε κι εμείς, εδώ μέσα, στο λεγόμενο Θέατρο του Μπάντμιντον, με τόσο ψοφόκρυο που κάνει.. Ίσως οι διοργανωτές έμαθαν πως θα ’ρθουν οι Ρώσοι απόψε να παίξουν Τσέχοφ και για να τους τιμήσουν έριξαν τη θερμοκρασία σε επίπεδα Σιβηρίας.
Πρώτη μου φορά έρχομαι σε τέτοιο γήπεδο-θέατρο και ομολογώ εντυπωσιάστηκα. Σεκιούριτι, σκάλες, ουρές και φασαρία – κανονικό ΟΑΚΑ, δηλαδή. Κάπως έτσι θα φανταζόταν και ο Τσέχοφ, στα 1903 που έγραψε τον «Βυσσινόκηπο», το μέλλον που περίμενε με λαχτάρα ο φοιτητής του, ο Τροφίμοφ: «Για ν’ αρχίσουμε να ζούμε σήμερα, πρέπει να εξιλεωθούμε από το παρελθόν μας, να το ξεπεράσουμε και μπορούμε να εξιλεωθούμε μ ονάχα αν κοπιάσουμε με αδιάκοπη και σκληρή δουλειά…»
Εμείς, οι Έλληνες, εξιλεωθήκαμε με τρομερή δουλειά. Πρώτα χτίσαμε αυτό το στάδιο για ένα άθλημα το οποίο έχει δύο ρακέτες με δίχτυ και για μπαλάκι ένα φτερωτό πράγμα. Μετά, αφού φτιάξαμε και άλλα τέτοια στάδια για αθλήματα που κανένας δεν παίζει και αφού μπήκαμε μέσα γύρω στα 60 δισ. Από τη ρεμούλα της Ολυμπιάδας, τι να τα κάνουμε τα άχρηστα στάδια; Να τα φάμε; Όχι. Τα κάναμε «πολυχώρους πολιτισμού»!
Έτσι κομψά καλύφθηκε η ελληνική χρεοκοπία. Δήθεν για λόγους αθλητισμού και πολιτισμού. Στην πραγματικότητα, η χρεοκοπία μας ήταν έργο των εργολάβων που έφαγαν τα λεφτά και των πολιτικών που τα μοίρασαν για να εξασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση. Και, κάπως έτσι, μας έμεινε το Μπάντμιντον, το Τάε Κβον Ντο και δεν συμμαζεύεται. Μείναμε άνεργοι, αλλά έχουμε πολιτισμό να φάνε και οι κότες.
Ξέρετε τι σημαίνει «πολυχώρος πολιτισμού»; Σημαίνει ότι σήμερα βλέπεις Τσέχοφ και αύριο βλέπεις τσίρκο. Και μεθαύριο μπουζούκια. Τώρα, όταν λέμε «βλέπουμε», μην το πάρετε και τοις μετρητοίς. Διότι ο θεατής από τη σκηνή αυτή απέχει περίπου όσο το Παγκράτι από την Κολιάτσου. Μιλάμε για στάδιο. Εδώ είσαι εσύ, ο θεατής, και απέναντι είναι ο Τσέχοφ και σε χαιρετάει από το πατρικό του στην Οδησσό. Από μακριά κι αγαπημένοι. Αυτή η απόσταση είναι πολύ καλή, πρώτον, ο θεατής δεν βλέπει τι ακριβώς παίζεται στη σκηνή και, δεύτερον, ο ηθοποιός δεν κινδυνεύει από τον θεατή. Έχει απόσταση ασφαλείας. Είναι ένα θέατρο αυτό, το Μπάντμιντον, κατάλληλο για όλους τους μοντέρνους έλληνες σκηνοθέτες. Και εμείς δεν θα τους βλέπουμε και αυτοί δεν θα ακούνε το γιούχα.
Αλλά επειδή ο Τσέχοφ είναι αγαπημένος συγγραφέας, πάμε και μέσα στα άλση, τι να κάνουμε; Εφέτος, εξάλλου, έχουμε και τα 150 χρόνια από τη γέννησή του και εφόσον έρχεται στην Αθήνα το περίφημο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, το οποίον έφτιαξε ο μεγάλος Στανισλάφσκι, είμαστε υποχρεωμένοι να πάμε για να δούμε πώς παίζουν Τσέχοφ οι ίδιοι οι Ρώσοι, που κάτι παραπάνω θα ξέρουν.
Ο κόσμος είναι πολύς. Από Δάφνη Σημίτη μέχρι Νίκο Κούνδουρο. Οι πάντες. Πάω πίσω στη θέση μου και βλέπω κάπου στο βάθος, αμυδρά, ένα ξέφωτο που πιθανολογώ ότι είναι η σκηνή.. Μετά διακρίνω κάτι φιγούρες να κινούνται μέσα στο ξέφωτο αυτό και υποθέτω βασίμως πως αυτές οι σκιές είναι οι ηθοποιοί. Και επειδή δεν γνωρίζω ρώσικα και επιπλέον δεν ακούω κιόλας τις ομιλίες, προσπαθώ να διαβάσω τους υπέρτιτλους, ούτως ώστε να είμαι ενήμερος γι’ αυτά που συμβαίνουν εκεί στο βάθος του ορίζοντα.
Αλλά έχω δει τον «Βυσσινόκηπο» αρκετές φορές, με κορυφαία εκείνη της Λαμπέτη με τον Παπαμιχαήλ, κι έτσι το ξέρω το έργο και δεν χρειάζεται να ακούω καθαρά. Μόνον τον Λιοπάχιν ακούω που θέλει να κάνει το βυσσινόκηπο ξενοδοχείο και τον ξεπεσμένο αριστοκράτη Λεονίντ που μόνο το μπιλιάρδο τον νοιάζει. Διότι, γιατί μας αρέσει ο Τσέχοφ; Επειδή ρίχνει μια γλυκιά ματιά στον παλιό κόσμο που έφυγε, τον κόσμο που δεν εκτιμούσε καθόλου το χρήμα: οι αριστοκράτες διότι ήταν γαιοκτήμονες και εκτιμούσαν μόνον τη γη και οι ακτήμονες διότι ζούσαν υπό την προστασία των ιδιοκτητών και δεν είχαν καμιά επαφή με το χρήμα. Ο έμπορος και ο τοκογλύφος ήταν ακόμα μακριά. Και όταν πλησίασαν οι δανειστές, όλοι στην αρχή χρεοκόπησαν και μετά κατέρρευσαν. Διότι στη Ρωσία οι έμποροι δεν έγιναν βιομήχανοι, όπως στην Αγγλία. Έμειναν τοκογλύφοι. Και η ρωσική κοινωνία διαλύθηκε εντελώς, εκεί γύρω στις αρχές του 20ού αιώνα, λίγο πριν να την αναλάβουν οι μπολσεβίκοι. Λέει ο υπηρέτης ο Φριτς, στον «Βυσσινόκηπο»: «Αχ, πριν από μερικά χρόνια, είχε ο αφέντης το μουζίκο του και ο μουζίκος είχε τον αφέντη του. Τώρα όλα καταστράφηκαν!»
Αυτά ο Τσέχοφ τα λέει τέλεια. Και γελάς κι από πάνω, εάν είσαι τυχερός και δεν πετύχεις καμιά σκηνή-πισίνα, όπου οι ηθοποιοί κολυμπάνε, ή καμιάν άλλη όπου οι θεατές υποχρεώνονται να αγγίζονται μεταξύ τους! Διότι αυτά τα απίθανα συμβαίνουν εσχάτως στη θεατρική Αθήνα. Έγινε το θέατρο χάπενινγκ. Και, αντί για Τσέχοφ, βλέπεις κυρίως ερωτικά σκιρτήματα, χαϊδέματα, τραγούδια ποπ και ροκ και από Ρωσία μηδέν. Οπότε, απέναντι στους τρομερούς Ρώσους του Θεάτρου Τέχνης, τη Λιούμπα Renata Litvinova, τον αδελφό της Αντρέι Sergey Dreiden και τον σκληρό έμπορο Λιοπάχιν Andrey Smolyakov, που τους σκηνοθέτησε ο Adolf Shapiro, νιώθεις πόσο σημαντικό είναι να μελετάει ένας λαός την τέχνη του και την παράδοσή του.
Εμείς εδώ είμαστε πλέον σε τέτοια αφασία, που μέχρι και την Ακρόπολη πρέπει να ξεχάσουμε, που λέει και στη «Le Monde» ο συγγραφέας Αλεξάκης. Να ξεχάσουμε κι όλους τους συγγραφείς μας, επίσης, από Όμηρο μέχρι Πλάτωνα και Χρυσόστομο. Και τι να διαβάζουμε; Τον Αλεξάκη!
«Εψιλον» (Ελευθεροτυπία), τ. 1017, 10/10/2010