Στη ζούγκλα της πόλης

  • Από το ξεκίνημά τους ξεχώρισαν. Ο Γιώργος Παλούμπης μ’ ένα «Πέναλτι» που έκρινε το θεατρικό ματς αλλά και τη σχέση πέντε φίλων και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου με μια «Κατσαρίδα», που έμελλε να κάνει άπειρες διαδρομές στα θεατρικά πατώματα…

Από τότε έγραψαν και σκηνοθέτησαν κι άλλα έργα. Ο καθένας υπηρετώντας ξεχωριστό είδος θεάτρου και διατηρώντας το δικό του τρόπο γραφής. Ο Γ. Παλούμπης γράφει ρεαλιστικό -έως και ακραία ρεαλιστικό- θέατρο και ο Β. Μαυρογεωργίου αγαπά το παραμύθι, τις ιστορίες με στοιχεία φανταστικά και μεταφυσικά. Και οι δύο επιστρέφουν τώρα με καινούρια έργα.

* «Λιοντάρια» είναι ο τίτλος της παράστασης που σκηνοθετεί στο Θέατρο του Νέου Κόσμου ο Β. Μαυρογεωργίου με τους Χρήστο Παπαδόπουλο και Κώστα Γάκη. Η υπόθεση βασίζεται σε πραγματικό γεγονός: στον βομβαρδισμό του ζωολογικού κήπου της Βαγδάτης από τους Αμερικανούς που… απελευθέρωσε τους ενοίκους του μέσα στην πόλη… Πώς μοιάζει ο πόλεμος μέσα από τα μάτια, τις αισθήσεις των άγριων ζώων; Πώς είναι να βλέπουν τον ουρανό να σχίζεται από σμήνη τεράστιων «θηρίων» και την έρημο να πλημμυρίζει από αγέλες σιδερένιων όντων;

Τα τείχη του ζωολογικού κήπου σπάνε και τα ζώα μένουν αποσβολωμένα. Τα λιοντάρια, που χρόνια τώρα ονειρεύονταν το ελεύθερο κυνήγι στη σαβάνα, δεν προλαβαίνουν να χαρούν το τέλος της αιχμαλωσίας. Αναμειγνύονται με άλλα ζώα και στο τέλος διαφεύγουν. Η Νουρ, η Σάβα, ο Αλή και ο Ζιλ (που υποδύονται οι Κατερίνα Μαυρογεώργη, Μαρία Φιλίνη, Γιώργος Παπαγεωργίου, Ακης Φιλιός) μέσα στο χάος του πολέμου συγκροτούν αγέλη και χρίζουν αρχηγό. Περιπλανιούνται στην αρχή σ’ ένα δάσος που βρίσκεται κοντά στο ζωολογικό κήπο. Μπαίνουν μάλιστα στο παρακείμενο παλάτι ενός εκκεντρικού εξάδελφου του Σαντάμ Χουσέιν, γνωστού για την εμμονή του με τα άγρια ζώα. Εκεί τα λιοντάρια συναντιούνται με την οικόσιτη αρκούδα του… Φεύγουν πεινασμένα προς το κέντρο της Βαγδάτης και περπατούν στους έρημους, βομβαρδισμένους δρόμους…

Πύραυλοι και ζώα

Ο Β. Μαυρογεωργίου γράφει παραμύθια και τ’ αναμειγνύει με την αληθινή ζωή. Του αρέσουν οι ιστορίες που τον ταξιδεύουν σε χώρους φανταστικούς. Γι’ αυτό θαυμάζει συγγραφείς όπως οι Τζον Τόλκιν, Ντέιβιντ Σεντάρις, Τζόαν Ρόουλινγκ. Διαβάζοντας το κόμικ που αναφέρεται στην ιστορία του ζωολογικού κήπου της Βαγδάτης, σκέφτηκε το ενδεχόμενο της θεατρικής προσέγγισης. Δούλεψε τα κείμενα με τον Χρήστο Παπαδόπουλο και τον Κώστα Γάκη, ο οποίος έγραψε για τα λιοντάρια τέσσερα τραγούδια.

Το σκηνικό (Μαγιού Τρικεριώτη) είναι λιτό, αλλά η τεχνολογία δημιουργεί κόσμους. Ο ένας «τοίχος» του ζωολογικού κήπου γίνεται επιφάνεια προβολής. Πάνω της προβάλλονται επεξεργασμένες κινούμενες εικόνες των ζώων, ενώ τανκς προελαύνουν και πύραυλοι σκάνε δίπλα τους.

«Είναι η πιο ωραία, η πιο καθαρή δουλειά στην οποία συμμετείχα» λέει ο Β. Μαυρογεωργίου. «Προτείναμε στους ηθοποιούς πράγματα και στη βάση των αυτοσχεδιασμών προέκυψε το έργο. Αργότερα πειραματιστήκαμε με την κάμερα. Αντλήσαμε πολλές πληροφορίες από το Ιντερνετ. Είναι αλήθεια ότι οι αμερικανοί πεζοναύτες τάιζαν τα σαρκοφάγα με άλλα ζώα του ζωολογικού κήπου, όπως γαϊδούρια ή αντιλόπες. Αν δεις τον πόλεμο μέσα από τα μάτια των ζώων, είναι γελοιωδώς ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα σε τίποτα. Δεν μας ενδιέφερε το χιούμορ αλλά το οντολογικό σχόλιο μέσα από αναγωγές. Για παράδειγμα, η μοναχική αρκούδα -γι’ αυτήν δεν υπάρχουν αξίες- συμβολίζει τη νέα τάξη πραγμάτων. Η θέα των λιονταριών, ελεύθερων μέσα στην πόλη, μοιάζει λιγότερη επικίνδυνη απ’ αυτή των αμερικανών πεζοναυτών».

* Ο Γ. Παλούμπης σε κάθε έργο του εισχωρεί σ’ ένα διαφορετικού τύπου αθηναϊκό διαμέρισμα: ένα μεσοαστικό στην Κυψέλη στο «Πέναλτι», ένα φοιτητικό στο «Νο 44». Τώρα, γράφοντας και σκηνοθετώντας το «Πάκμαν», τρυπώνει σε τρία σπίτια παρακολουθώντας τη ζωή τεσσάρων φερέλπιδων τριαντάρηδων.

Οι ήρωες, που δανείζονται τα ονόματα των ηθοποιών (Μάνος Κανναβός, Θάνος Αλεξίου, Εκάβη Ντούμα, Ειρήνη Μαργαρίτη), αντλούν από τη σύγχρονη, σουρεαλιστική συχνά, ελληνική πραγματικότητα. Ο Μάνος και η Ειρήνη είναι ένα πετυχημένο ζευγάρι. Αυτός αρχιτέκτονας με υψηλή αυτοπεποίθηση που όμως γκρινιάζει για την πορεία της δουλειάς του και η Ειρήνη υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων τηλεοπτικού σταθμού. Η ζωή τους κινείται σ’ ένα μοντέρνο, λαμπερό κόσμο με ωραία εστιατόρια, τρέντι μπαρ. Αυτό το μοντέλο φαίνεται να τους κρατά μαζί παρά η ποιότητα της σχέσης τους -αλλά αυτό είναι κάτι που αγνοούν και μαθαίνουν στο τέλος του έργου…

Σ’ άλλο σπίτι κινείται η μεταφράστρια Εκάβη, μοναχική, χαμηλών τόνων. Σ’ ένα ραντεβού στα τυφλά το ζευγάρι θα της γνωρίσει τον Θάνο, με λυμένα οικονομικά προβλήματα αλλά σε παρατεταμένο πένθος χωρισμού. Η ζωή των τεσσάρων θα διασταυρωθεί μέσα από την καθημερινότητα. Μια ολοένα κλιμακούμενη πίεση -κι ενώ το χρήμα γίνεται καταλύτης- τους οδηγεί στο σημείο μετάβασης: μυστικά και ψέματα (ένα κρυφό δάνειο και μία απόλυση που δεν ανακοινώνεται) αποκαλύπτονται όταν η ακριβοθώρητη Εκάβη ανοίγει επιτέλους το στόμα της. Το πάρτι-έκπληξη για τα γενέθλιά της προκαλεί κομφούζιο. Μήπως ήρθε η στιγμή της ωριμότητας;

Το έργο μιλάει για δραματικά πράγματα, ανάλαφρα, χιουμοριστικά, με έξυπνη ατάκα. «Δεν ξέρω να γράφω αλλιώς» λέει ο Γ. Παλούμπης. «Ο τρόπος που μιλάμε, που διακόπτουμε, που βρίζουμε με ενδιαφέρουν ως θεατρικός ρυθμός. Δουλέψαμε την παράσταση όλοι μαζί».

Το σκηνικό (Λουκία Μινέτου) αγκαλιάζει ένα μεγάλος μαυροπίνακας με στοιχεία κιμωλίας που σβήνουν όσο πλησιάζουν τις εστίες δράσης κάνοντας το χώρο ρεαλιστικό και μοιράζοντάς τον σε τρία διαμερίσματατων (σαλόνι, γραφείο, κουζίνα). Η δράση και στα τρία σπίτια εξελίσσεται παράλληλα.

Το πολιτικό κενό μιας γενιάςΟ τίτλος «Πάκμαν» παίζει με το όνομα του ηλεκτρονικού παιχνιδιού και τον προορισμό που έχουν τα φαντασματάκια να κυνηγιούνται αενάως σε μια αδηφάγα πίστα. Ο ρυθμός της παράστασης είναι καταιγιστικός. Οι στιγμές των ηρώων δεν αποτυπώνουν κάτι βαθυστόχαστο. Τους βλέπουμε να μην επικοινωνούν, αλλά εκείνοι δεν ξέρουν γιατί. Χωρίς δυνατότητα επιλογών ουσιαστικής στάσης ζωής, η προσωπικότητά τους διαμορφώνεται από τον κόσμο της ύλης.

Το έργο βρίθει ρεαλιστικών στοιχείων απ’ την αρχή, όταν το ζευγάρι ετοιμάζεται για την παρουσίαση του καινούριου δίσκου της Δήμητρας Γαλάνη. Η Ειρήνη γίνεται από τον Μάνο στόχος σαρκαστικών επιθέσεων εξαιτίας της συμμετοχής της στην εκπομπή της Μπήλιως Τσουκαλά… Οι κώδικες επικοινωνίας είναι σύντομες αγγλικές λέξεις που παραπέμπουν σε «ποιότητες». Αλλο στάτους προσδιορίζει π.χ. το μπαρ «Νίξον» κι άλλο το «Χόξτον»… Το ίδιο ισχύει και για τους υπολογιστές. Καμία σχέση τα Pc με τα Mac… Πάνε στις πορείες γιατί έτσι πίνουν κι έναν εσπρέσο στο «Μπρίκι» της πλ. Μαβίλη. Η εναλλακτική, υποτίθεται, Ειρήνη, στο βάθος επιθυμεί γάμο, παιδί και… τζιπάκι.

«Πρόκειται για κανονικούς, συμπαθείς ανθρώπους που τους αγαπάμε και τους κοροϊδεύουμε» λέει ο σκηνοθέτης.

«Πάσχουν από το πολιτικό κενό της γενιάς τους. Η επιπολαιότητα και το «εγώ» απογειώνονται: πώς θα προωθηθώ στην καριέρα μου, πώς θα καβατζωθώ σε μια σχέση ακόμα και μέσα από ψέματα. Το έργο είναι ένα κοινωνικό σχόλιο για την κωμική μπουρδολογία σχέσεων και συναναστροφών». *

  • Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Επτά, Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010
Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχολιάστε