Το έργο. Ο Τζέρι Ράιαν είναι δικηγόρος. Από τη Νεµπράσκα. Δίδασκε στο πανεπιστήµιο. Υποτροφία, θέσεις, όλα χάρη στα µέσα που είχε ο πατέρας της κοπέλας µε την οποία ερωτεύτηκαν στο πανεπιστήµιο και παντρεύτηκαν – µια αµυδρή σχέση µε το µεταγενέστερο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Αλµπι. Και ξαφνικά τα παρατάει όλα. Χωρίζουν και φεύγει στη Νέα Υόρκη – για µια καινούργια αρχή. Ανεργος, εγκατεστηµένος σ’ ένα ελεεινό διαµέρισµα, βουτηγµένος στη µοναξιά και στην κατάθλιψη θα συναντήσει µια νέα γυναίκα, χορεύτρια που τα έχει ψιλοπαρατήσει ύστερα από δυο γαστρορραγίες, µε υγεία κλονισµένη, άνεργη, χωρισµένη – ο άντρας της την παράτησε -, την Γκίτελ Μόσκα, Εβραία του Μπρονξ. Ενας δεσµός ξεκινάει. Δεσµός που περνάει από σαράντα κύµατα. Και που τον στοιχειώνει η «παρουσία» της απούσας γυναίκας του Τζέρι. Ο άντρας θα ορθοποδήσει, βρίσκει δουλειά, δίνει εξετάσεις για τον δικηγορικό σύλλογο, το διαζύγιο θα εκδοθεί… Αλλά ο συναισθηµατικός γόρδιος δεσµός µε τη γυναίκα του δεν έχει κοπεί. Και δεν θα κοπεί.
Το έργο του Γουίλιαµ Γκίµπσον «Το παιχνίδι της µοναξιάς» (1958) τελειώνει µελαγχολικά: µια δραµατική κοµεντί για δυο πρόσωπα, γραµµένη µε αίσθηση του µέτρου, µε τρυφερότητα και µε χιούµορ χωρίς να ξεπερνάει τα όρια του καλοφτιαγµένου έργου.
Η παράσταση. Ο Δάνης Κατρανίδης που υπογράφει τη σκηνοθεσία στηρίζει την παράστασή του σε µια δική του απόδοση. Και µαταίως αγωνίζεται να το «εκσυγχρονίσει». Αλλά για να εκσυγχρονίσεις ένα έργο δεν αρκεί να το ντύσεις µε σύγχρονα ρούχα και σε κάθε τηλεφώνηµα – και αφθονούν, αν όχι πρωταγωνιστούν, τα τηλεφωνήµατα στο «Παιχνίδι»… – να χώνεις και µια ατάκα για να δικαιολογήσεις την έλλειψη κινητού που, σήµερα, θα έλυνε αµέσως το πρόβληµα – «µα γιατί όλο κλειστό το έχεις;», «το είχα στον φορτιστή», «εδώ δεν πιάνει» κ.λπ… – που κάνει µπαµ. Το ήθος µιας εποχής πάρα πολύ δύσκολα εκ συγχρονίζεται. Και ένα έργο «µικρών» διαστάσεων, που δεν έχει τη δυναµική και την απόσταση του κλασικού, νοµί ζω πως µόνο µέσω της ατµόσφαιρας και του αρώµατος της εποχής του µπορεί ίσως να αντέξει σήµερα στη σκηνή. Και «Το παιχνίδι της µοναξιάς» µυρίζει τόσο δεκαετία του 50 – ποιος παθαίνει πια γαστρορραγίες;…
Πέραν αυτού η παράσταση ξεκινάει πολύ καλά – η πρώτη σκηνή µε το πη γαινέλα του απεγνωσµένου Τζέρι και µε τα βήµατά του να ηχούν ξερά στο ξύλινο πάτωµα υποβάλλει – αλλά σύντοµα χάνει τις ισορροπίες της και στους ρυθµούς και στις ερµηνείες – οι δυο πρωταγωνιστές µοιάζει να µην είναι δεµένοι. Ο Γιώργος Πάτσας έχει βάλει το χέρι του µε το σωστά φωτισµένο από τη Μελίνα Μάσχα σκηνικό του να δοθεί η αίσθηση της ερηµιάς της µεγαλούπολης αλλά τα – καλόγουστα – κοστούµια του δεν δείχνουν να ταυτίζονται µε τις οι κονοµικές δυσκολίες των ηρώων – το έργο ρεαλιστικό είναι. Εξαίρετη η δουλειά
του Γιώργου Νανούρη στην επι λογή των µουσικών, παραπέµπει όµως – πολύ σωστά – περισσότερο στο πα ρελθόν του έργου παρά στο παρόν της σκηνοθεσίας.
Οι ερµηνείες. Ο Δάνης Κατρανίδης, εξαίρετος ηθοποιός που παίζει αυτούς τους ρόλους στα δάχτυλα, εκ φύσεως χαριτωµένος πάνω στη σκηνή, χρειάζεται να βάλει µέτρο στις χαριτωµενιές στις οποίες καταφεύγει.
Οµορφη και ταλαντούχα σου µπρέτα η Χρύσα Παππά φοβάµαι πως δεν ταίριαζε στον ρόλο που απαιτεί µια πιο εύθραυστη ηθοποιό _ µια τόσο υγιής φι γούρα πώς να πείσει για µια τόση ασθενική κράση… Ούτε έχει την πείρα να κρατήσει σωστά την ισορροπία στην «τραµπάλα» του έργου όπου και οι δυο ηθοποιοί πρέπει να έχουν το ίδιο, περίπου, βάρος. Επιπλέ ον νοµίζω πως αφέθηκε αβοήθητη από τη σκηνοθεσία. Με εκφορά λόγου βαριά, µε τόνους που αγγίζουν τη φωνασκία, στις επικίνδυνες σκηνές όπως της γαστρορραγίας χάνει κάθε έλεγχο.
Εν ολίγοις
Μια παράσταση ανεβασµένη, νοµίζω, βιαστικά για να εκµεταλλευτεί την όποια επιτυχία της καθηµερινής σειράς στην οποία παίζουν οι δυο πρωταγωνιστές της.
info
«Το παιχνίδι της µοναξιάς» στο θέατρο «Ζίνα» (Αλεξάνδρας 74, τηλ. 210 6424414, 210 6424424). Μέχρι 25 Απριλίου.
Απογοητεύτηκα. Εντελώς. Με τη σύνθεση «Ερρίκος Εδουάρδος Ριχάρδος» – από τα σαιξπηρικά ιστορικά δράµατα «Ερρίκος ΣΤ» (Α, Β, Γ Μέρος) και «Ριχάρδος Γ» – του Γιώργου Γάλλου και του Γιάννου Περλέγκα – που υπογράφουν και τη σκηνοθεσία και παίζουν (Εθνικό Θέατρο, «Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας»). Πήγα µε µεγάλο καλάθι µετά τον έξοχο «συµπυκνωµένο» τους «Μακµπέθ» – τον είχαν κάνει µαζί µε τον Παντελή Δεντάκη – αλλά και για τον υψηλού επιπέδου θίασο και έφυγα µε σχεδόν άδειο: παράσταση αναποφάσιστη µεταξύ παρωδίας και µοντέρνας ερευνητικής µατιάς χάνει, πιστεύω, όλη την πολιτική ουσία του σαιξπηρικού κειµένου. Πολύ ενδιαφέρον το θέµα – µαρτυρία από την κοµµουνιστική Βουλγαρία (αν και τα θέµατα αυτά έχουν πια πολυχρησιµοποιηθεί).
Αλλά ο ικανός και µε τροµερή ενέργεια, άπειρος, όµως, ακόµα ηθοποιός Κρις Ραντάνοφ, που ανέβασε το βασισµένο σε µαρτυρία του πατέρα του Κράστιο Ραντάνοφ κείµενο ως µονόλογο µε τον τίτλο «Σοσιαλ-Δοµή Α.Ε.», δεν θα έπρεπε να αυτοσκηνοθετηθεί («Θέατρο του Νέου Κόσµου»).
Ο Στέλιος Κρασανάκης καταφέρνει να κατεβάσει στο κοινό µε θεατρικότητα και δύναµη, συναρπαστικά τον µοναδικό λόγο – δαντέλα του Αλέξανδρου Ισαρη που έχει µεταφράσει το διήγηµα «Λεντς» του Γκέοργκ Μπίχνερ. Και να οδηγήσει πολύ σωστά τους δύο ηθοποιούς του, τον εξαιρετικό – έκπληξη – Βασίλη Μαργέτη και τη Μαρία Πίγκου («Χώρος Ιστορικής Μνήµης 1941 – 44»).