Ηταν ο ηθοποιός που είχε επιβληθεί όχι μόνο με τις επιδόσεις του στο θέατρο και στο σινεμά, αλλά και με την ευγένεια σε όλες του τις εκδηλώσεις.
Καθιερώθηκε, αρχικά ως νέος και αργότερα ως ώριμος -πάντα γοητευτικός- που συγκινούσε, κυρίως το γυναικόκοσμο, ως ένα σοβαρό ανδρικό πρότυπο που ενέπνεε σιγουριά. Βρισκόταν, θα μπορούσε να ειπωθεί, στον αντίποδα των άλλων δύο γοήτων, του Ανδρέα Μπάρκουλη και του Κώστα Κακαβά, με τους οποίους συμπορευόταν καλλιτεχνικά, ειδικότερα στη δεκαετία του ’60, που αναστάτωναν τις νεαρές υπάρξεις. Και να οι φωτογραφίες στα δωμάτιά τους και οι στεναγμοί στις ταινίες τους.
Ηταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης, που έφυγε από τη ζωή πριν από πέντε χρόνια, 8 Νοεμβρίου 2005, στα 77 του -αν όχι πλήρης ημερών, πλήρης οπωσδήποτε δραστηριοτήτων, πάνω από μισό αιώνα, τόσο στην καλλιτεχνική όσο και στην προσωπική του ζωή.
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος προλογίζοντας το λεύκωμα «Αλέκος Αλεξανδράκης – ευχαριστώ…» (επιμέλεια Νίκος Νικόλιζας, εκδ. «Αγκυρα», 2003 -απ’ όπου η φωτογραφία στο παρόν κείμενο και η λεζάντα που τη συνοδεύει): «Ο Αλεξανδράκης, είτε έπαιζε τραγωδία είτε κλασικό δράμα είτε μοντέρνο θέατρο είτε κωμωδία ηθών είτε φάρσα είτε μπουλβάρ, επέβαλλε τον κωδικό του, τον έξοχο εσωτερικό του ρυθμό, τη λιτότητα των μέσων που η συμπύκνωση της πείρας απέδιδε πολλαπλάσια μιμητικά σήματα, επέβαλλε στους συμπαίκτες του ένα ευγενές γούστο που διέκρινε την εν γένει αγωγή του και προσέδιδε στους ρόλους του ένα βάθος και μια στοχαστική διάσταση».
Γεννημένος στη Μάνη (27 Νοεμβρίου 1928), από ευκατάστατη οικογένεια (δικηγόρος ο πατέρας του), μαθήτευσε στα καλύτερα σχολεία, σε πνευματικό περιβάλλον. Αξιωματικός του Ναυτικού ήθελε να γίνει, αλλά τελικά τον τράβηξε το θέατρο. Δίνει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού (Βασιλικού τότε) Θεάτρου και περνάει από τους πρώτους, με την ευλογία του Δημήτρη Χορν και την υποστήριξη της Αννας Συνοδινού.
Συνεργάτης αρχικά (1949) της Κατερίνας (Ανδρεάδη), αναδείχθηκε σύντομα πρωταγωνιστής σε απαιτητικούς ρόλους, ενώ παράλληλα (1951) τον ανακάλυψε ο μονοκράτορας τότε του σινεμά, Φιλοποίμην Φίνος. Σούμα, με τον ίδιο και άλλους παραγωγούς, και τους καλύτερους -κι εμπορικότερους- σκηνοθέτες και ηθοποιούς: 65 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες προβάλλονται και ξαναπροβάλλονται από τα κανάλια.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη «Συνοικία το όνειρο» (1961), μία από τις καλύτερες ταινίες από καταβολής ελληνικού κινηματογράφου, με παραγωγό, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον ίδιο (συν Αλίκη Γεωργούλη, Αλέκα Παΐζη, Μάνο Κατράκη, Σαπφώ Νοταρά κ.ά.), σενάριο Τάσου Λειβαδίτη – Κώστα Κοτζιά, μουσική Μίκη Θεοδωράκη (όπου και το θαυμάσιο τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους Λειβαδίτη), που προβλήθηκε λογοκριμένη -ως «μιασματική» αριστερή.
Δεν τον στερήθηκε και η μικρή οθόνη. Επαιξε σε 15 τηλεοπτικές σειρές, μεταξύ των οποίων και στον «Γιούγκερμαν», από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, σε σκηνοθεσία Β. Γεωργιάδη.
Για τον ίδιο, ωστόσο, όπως και για κάθε γνήσιο ηθοποιό, μετρούσαν οι επιδόσεις στο θέατρο. Περί τα εκατό τα έργα στα οποία συμμετείχε -πρωταγωνιστής, δίπλα σε επιφανείς ομοτέχνους, αλλά και σκηνοθέτης και θιασάρχης.
Ενεργός καλλιτέχνης, αλλά και πολίτης, στις δύσκολες περιόδους που περνούσε ο τόπος. «Εγώ βρέθηκα από μικρός κοντά στη γενιά του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ», μου είπε σε συνέντευξη που του είχα πάρει για την «Ε» (20 Απριλίου 1982). Και πιο κάτω: «Οταν είσαι 14-15 ετών και ζεις αυτό το έπος, είναι δύσκολο να μη γίνεις αγωνιστής. Βέβαια με τα χρόνια και με τη φθορά που συντελείται στον τόπο μας, η αγωνιστικότητα καλμάρισε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι άλλαξαν και οι απόψεις μου».
Η σχέσεις του με την Αριστερά σημάδεψαν και τις θεατρικές του επιλογές, ειδικότερα όταν συνεργάστηκε με την Αλίκη Γεωργούλη, με έργα, όπως: «Μια ιστορία του Ιρκούτσκ», του Αλεξέι Αρμπούζοφ, «Το Σινικό Τείχος» του Μαξ Φρις, «Ο θάνατος της Μπέσι Σμιθ» του Εντουαρντ Αλμπι, «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» του Αρθουρ Μίλερ κ.ά.
Με τη Γεωργούλη έζησαν και παντρεμένοι τέσσερα χρόνια. Είχαν προηγηθεί δύο ακόμη γάμοι (με τη Μαρτζ Βάλβη και τη Γαλλίδα Κλοντ Σαμπαντού), που κράτησαν από τρία χρόνια. Ακολούθησε η Ελβετίδα Βερένα Γκάουερ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Η τελευταία, και πιο μακροχρόνια σχέση, στο θέατρο και στη ζωή -άνευ γάμου- ήταν με τη Νόνικα Γαληνέα: 21 χρόνια.
Ευτύχησε να απολαύσει μια γόνιμη ζωή, ενώ δεν του έλειψαν οι τιμές, με κορυφαία την απονομή, το 2001, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στην τέχνη. *