- Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ – φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
- Επτά, Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
- Πολύ συχνά, παρακολουθώντας μια παράσταση, αισθάνεσαι ότι ένας μικρός βήχας μπορεί να ενοχλήσει τους ηθοποιούς στη σκηνή ή τους αφοσιωμένους θεατές δίπλα σου.
«Τα λέμε του …χρόνου», με ερμηνευτές την Αθηνά Αρσένη και τον Νίκο Βατικιώτη.
Και τι γίνεται όταν το θέαμα ξεπερνά τις δύο ή τις δυόμισι ώρες; Οταν νιώθεις τη λεκάνη σου να πιάνεται στα – συχνά άβολα- καθίσματα; Και καλά αν η παράσταση έχει κερδίσει το ενδιαφέρον σου και φεύγεις καταπονημένος μεν, ευχαριστημένος δε. Υπάρχει όμως και η περίπτωση, αντί για τη σκηνή, να κοιτάζεις το ρολόι. Αυτό το «κενό» ψυχαγωγίας, ίσως, έρχονται να αναπληρώνουν κάποιοι άλλοι χώροι, ενισχύοντας το κομμάτι της διασκέδασης, απελευθερώνοντας το θεατή μέσα στο χώρο, προσφέροντας μάλιστα και καλύτερους οικονομικούς όρους στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.
Πρόκειται για τα bar theatre, πολυχώρους με κοινό συνήθως νεανικό. Η ατμόσφαιρα είναι χαλαρή, το λαρύγγι δεν στεγνώνει, αφού το ποτό ανανεώνεται στο ποτήρι όποτε το επιθυμήσεις, αν χτυπήσει το κινητό σου δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα σε κοιτάξει σαν να είσαι εθνικός μειοδότης, μπορείς να σχολιάζεις με την παρέα σου, ν’ αγκαλιάζεις το κορίτσι σου, να κινείσαι ελεύθερα στο χώρο. Και όλ’ αυτά βλέποντας μια θεατρική παράσταση.
Το «Bios» είναι ίσως από τα πρώτα μπαρ-καφέ που εισήγαγαν το είδος, και ακολούθησαν κάμποσα ακόμα. Τα περισσότερα βρίσκονται στην ευρύτερη ζώνη του ιστορικού κέντρου: Ψυρρή, Γκάζι, Κεραμεικό, Μοναστηράκι. Φέτος παίζονται ήδη πάνω από 15 παραστάσεις bar theatre σε διάφορους χώρους, από το «Γαϊδουροκαλόκαιρο» στο πατροπαράδοτο πια «Τρένο στο Ρουφ» μέχρι τα καθαρόαιμα μπαρ («Τσάι στη Σαχάρα», «Μπαράκι του Βασίλη», «Gazarte»).
Μπορείτε να διαλέξετε ανάμεσα σε ποικιλία έργων: «Πώς να έχετε έναν άντρα του χεριού σας» όπως «εξηγείται» στο μπαρ «Theatre Swing» με σάτιρα, χορό, μεταμφιέσεις και τραγούδι. «Stitching», το ερωτικά τολμηρό έργο του Αντονι Νίλσον, βέβηλο, πιστό στο δόγμα «in -yer- face theatre» (στο «Beton 7»). «Δε Λουκ» (στο «Void Dance Bar»), «Επιστροφή της Μαντάμ Ανιές», που εκτυλίσσεται σ’ έναν αλλιώτικο οίκο ανοχής του ’50, με τα «κορίτσια» ν’ απαγγέλλουν Σικελιανό και Παλαμά (στο «Καμπαρέ Voltaire»). Ακόμη «Ως το τέλος» (στο «Elculture») αλλά και τον «Θαυμαστό Κόσμο του «Ω»» του Πάρι Τακόπουλου καθώς και τις «Εύθυμες κυράδες» του Σέξπιρ (στον κλασικό «Κόμη» των Ανω Πατησίων).
Ανεβήκαμε στον δεύτερο όρο του πολυχώρου «Ghost House» στου Ψυρρή, ενώ ακόμα κάποιοι τεχνικοί έστηναν στην πόρτα την πινακίδα, οι ηθοποιοί προβάριζαν τα τραγούδια τους, ο μπάρμαν ετοίμαζε τον πάγκο του και ρυθμίζονταν οι τελευταίες λεπτομέρειες της παράστασης που είχε για πρωταγωνιστές δύο περήφανους… αυνάνες: τους Δημήτρη Λιόλιο και Μιχάλη Ανθη (ο τελευταίος είναι υπεύθυνος για τη σύλληψη, το κείμενο και την πρωτότυπη μουσική). Σιγά σιγά ο χώρος γέμισε. Αλλοι καθισμένοι στα μικρά σεπαρέ, άλλοι σε σκαμπό στο μπαρ κι άλλοι όρθιοι, έτοιμοι να απολαύσουν θέαμα μετά ποτού και τσιγάρου.
Εδώ όλα είναι διαφορετικά από τις θεατρικές αίθουσες. Μπροστά στη σκηνή ένα ζευγάρι ανταλλάσσει περιπαθή φιλιά, κάποιοι σχολιάζουν την πρόζα, άλλοι τρώνε νωχελικά ξηρούς καρπούς και άλλοι ψάχνουν τη σερβιτόρα για ακόμα ένα ποτό. Πάνω στο αυτοσχέδιο πατάρι της σκηνής ο πιανίστας Γιώργος Τσοκάνης βοηθά τους ήρωες να ξεδιπλώσουν μελωδικά το δράμα τους. Ο Ερμής κι ο Μάκης, σύγχρονοι ήρωες και φίλοι σε βαθμό παρεξηγήσεως εξυμνούν την αγάπη προς το εγώ τους, ψάχνουν τη στάση Νερατζιώτισσα στο Κάμα Σούτρα και χαίρονται διπλά που τώρα με την καλωδιακή «τα πάντα είναι στο χέρι σου»! Ολ’ αυτά κάθε Δευτέρα και Τρίτη στην παράσταση «Το ημερολόγιο ενός αυνανιστή». Μέσα σε 120 χορταστικά λεπτά, οι δύο περφόρμεν απομυθοποιούν τον άντρα απ όλο του το μεγαλείο, με παρλάτες, τραγούδια και χορευτικά.
Ομως η περιοχή του Ψυρρή και του Θησείου έχει κι άλλες επιλογές. Στον πεζόδρομο της Ηρακλειδών παίζει σε γιγαντοοθόνη ποδόσφαιρο με τα τραπεζάκια -ανάμεσα σε σόμπες- γεμάτα κόσμο αλλά και… φιλόξενα τασάκια. Μέσα, η επίσης γεμάτη αίθουσα του μπαρ «Στάβλος» παίζει μουσική. Κάποια στιγμή σταματά κι ακούγεται η «σκέψη» μιας γυναίκας που περιδιαβαίνει τα τραπέζια, κάθεται στο μπαρ και φλερτάρει μ’ έναν άντρα. Σε λίγο φεύγουν αγκαλιασμένοι κι όταν τους ξανασυναντάμε θα βρίσκονται στο κρεβάτι… Οι θεατές έχουν οδηγηθεί μαζί με τα ποτά τους σε μια μικρότερη αίθουσα για να παρακολουθήσουν τη συνέχεια της παράστασης «Τα λέμε του… χρόνου», που βασίζεται στο έργο του Μπέρναρντ Σλέιντ «Same time, next year» με ερμηνευτές δυο νέα παιδιά, την Αθηνά Αρσένη και τον Νίκο Βατικιώτη. Η παράσταση μόλις άρχισε, άνετα, χαλαρά, με ποτό και τσιγάρο.
Καναπέδες, σκαμπό και στο βάθος, στο ίδιο επίπεδο, το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου όπου διαδραματίζεται η γλυκόπικρη κωμωδία του Σλέιντ, προσαρμοσμένη στην ελληνική ηθογραφία και γεωγραφία… Ο Δημήτρης και οι Ελλη βρίσκονται εκτός έδρας όταν κεραυνοβολούνται από ξαφνικό έρωτα. Παντρεμένοι κι οι δυο αποφασίζουν -υπακούοντας σ’ ένα δημιουργικό ένστικτο- να συναντιούνται ένα Σαββατοκύριακο κάθε χρόνο στο ίδιο ξενοδοχείο. Αυτή η παράνομη ετήσια συνάντηση γίνεται ισχυρή, τα χρόνια περνούν με το ερωτικό ενδιαφέρον να παραμένει αμείωτο – μέχρι που η Ελλη γίνεται γιαγιά… Μια σχέση που προσιδιάζει σ’ έναν υγιή γάμο. Να ήταν όλοι οι γάμοι έτσι!
Η Ιθακήσια Αθηνά Αρσένη είναι πεισματάρα. Μόλις πριν από τρία χρόνια ίδρυσε τη θεατρική ομάδα «Λωτοφάγοι» και κάθε χρόνο παρουσιάζει με τους συνεργάτες της (τη χορογράφο Μάι Χάννα και την ενδυματολόγο Σοφία-Χριστίνα Ραδίτσα) μία ή δύο παραστάσεις σε όποιον χώρο καταφέρει να διεκδικήσει μέσα στην υπερδραστήρια θεατρική Αθήνα. Φέτος ήρθε η σειρά του bar theatre, συνθήκη με αρετές και μειονεκτήματα. Ο χώρος είναι καλόγουστος, αλλά περιορίζει τις πρωτοβουλίες της παραγωγής σε ό,τι αφορά τη σκηνογραφία και τους φωτισμούς. Το κοινό όμως είναι σχεδόν έτοιμο, αφού έτσι κι αλλιώς πρόκειται και για θαμώνες του μπαρ. Με έξι ευρώ το ποτό κι άλλα τόσο εισιτήριο εισόδου, η διασκέδαση γίνεται διπλή.
-
Σε ερασιτεχνικές συνθήκες
Πώς είναι να παίζεις σ’ ένα μπαρ; «Το πριν την πρεμιέρα, το στήσιμο της παράστασης έχει συχνά κωμικοτραγικό ενδιαφέρον», λέει γελώντας η Αθηνά Αρσένη. «Να περνάω φορτωμένη στρώματα και κρεβάτια ανάμεσα από τους θαμώνες του μπαρ, να προσπαθούμε να φωτίσουμε τη σκηνή με τα υπάρχοντα φώτα, ν’ αναζητούμε λύσεις σε χώρο εκ γενετής μη θεατρικό. Τα καταφέρνουμε όμως δημιουργώντας κάτι ιδιαίτερο».
Η παράσταση παίζεται κάθε Τρίτη και για την ομάδα το οικονομικό ζήτημα είναι εκ των πραγμάτων άλυτο. Ψάχνοντας πάντα για κάποιον χορηγό επικοινωνίας, ραδιόφωνα ή free press, και χωρίς να πληρωθούν συντελεστές και ηθοποιοί, τα εισιτήρια δεν καλύπτουν τα έξοδα παραγωγής. «Μέχρι στιγμής έχουμε βγάλει 400 ευρώ», λέει χαμογελώντας η Αθηνά «και η παράσταση μας έχει κοστίσει 800 ευρώ. Ημουν και τυχερή γιατί, μέσα στην ατυχία της, μια φίλη, που μόλις απολύθηκε από τη δουλειά της, μπόρεσε να βοηθήσει στις δημόσιες σχέσεις και να κρατήσει το ταμείο».
Με τι κουράγιο συνεχίζει; Με την αισιοδοξία της νιότης και την αγάπη της για το θέατρο.*