Πάμε θέατρο… «Δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλάω»

  • ΤΟ ΕΡΓΟ. Ο Ιάκωβος δεν ακούει – κουφός. Αλλά μιλάει και βλέπει. Ο Ηρακλής, στην… καθομιλουμένη Σπίθας, δεν μιλάει- μουγγός. Αλλά ακούει και βλέπει. Ο Θεοφάνης, Φάνης για τους φίλους, δεν βλέπει- τυφλός. Αλλά ακούει και μιλάει. Και δεν τους φτάνει το πρόβλημα που έχει ο καθένας τους, οι τρεις νέοι- φιλαράκια- βρήκαν επιπλέον να συγκατοικήσουν. Με όλες τις παρεξηγήσεις και τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από μία συγκατοίκηση αυτής της φύσεως- κομφούζιο…
  • Ο Φάνης συναντάει μια όμορφη κοπέλα, την Ελπίδα που, αν και δεν τη βλέπει, την ερωτεύεται. Και η οποία δείχνει ενδιαφέρον. Θα τη φέρει σπίτι. Αλλά θα την ερωτευτούν και οι άλλοι δυο! Και θ΄ αρχίσει ανταγωνισμός μεταξύ τουςκαι αλληλοϋπονόμευση- ποιος θα την κερδίσει. Το κορίτσι θα ασκήσει θετικότατη επιρροή πάνω τους. Και θα τους βοηθήσει έμμεσα να βρουν τον δρόμο τους: ο Ιάκωβος να παρατήσει το μικροταβερνάκι στο οποίο δουλεύει και να πάει να σπουδάσει σεφ ακολουθώντας τη μεγάλη αγάπη του για τη μαγειρική. Ο Σπίθας να αφήσει το μικρομάγαζο που διατηρεί και να εκδώσει τα ποιήματα που γράφει. Ο Φάνης να αφήσει τη θέση του τηλεφωνητή και να γίνει, όπως επιθυμεί, μοντέλο. Το παραμύθι τελειώνει με χάπι εντ, αλλά όχι το αναμενόμενο. Η Ελπίδα θα τους αποκαλύψει πως είναι ήδη αρραβωνιασμένη. Οι τρεις τους όμως έχουν βρει πια τον δρόμο τους: η Ελπίδα- όνομα και πράμαήταν η καλή τους νεράιδα.
  • Για το έργο του «Δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλάω» (1997, πρωτοπαίχτηκε με τον τίτλο «Καλή τύχη») που ανεβαίνει για τρίτη φορά από το 1997 με τους ίδιους τρεις άντρες πρωταγωνιστές, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης έχει δηλώσει πως άντλησε από έναν ινδικό μύθο. Το αποτέλεσμα είναι ένα συμπαθητικό, feel good, όπως τα λένε σήμερακαλών αισθημάτων-, εργάκι, μια κομεντί που δεν ακολουθεί τον πολιτικά ορθό δρόμο ως προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες αλλά το, ενίοτε φαρσικό, χιούμορ της είναι αφελές ίσως, κάπως παλαιομοδίτικο ίσως- προσωπικά το βρίσκω βαρετό-, ευγενικό πάντως, χωρίς χοντροκοπιές και χυδαιότητες- μια αύρα παλιών χολιγουντιανών κομεντί, Κάπρα κ.λπ.
  • Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία έχει κάνει νομίζω το καλύτερο από τα τρία ανεβάσματα του έργου: πολύ καλοί ρυθμοί, έδεσε τους ηθοποιούς, δεν έκανε το εύκολο χιούμορ του κειμένου μπαλαφάρα, δεν το έκανε επ΄ ουδενί χυδαιότητα και έδωσε στην παράσταση ελαφράδα- μια φωτεινότητα.
  • Και αν το σκηνικό της Λίας Ασβεστά, φωτισμένο από την Κατερίνα Μαραγκουδάκη, είναι τυπικό και δεν προσθέτει τίποτα, τα κοστούμια του Αλέξη Φούκου στηρίζουν αποφασιστικά τη σκηνοθετική γραμμή. Με τα φλούο χρώματά τους και τους απολαυστικούς τολμηρούς συνδυασμούς τους είναι από τα βασικά ατού της παράστασης.
  • ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ. Ο Θανάσης Βισκαδουράκης, μίμος περισσότερο παρά ηθοποιός, βρίσκεται εδώ στο στοιχείο του. Οπως πάντα, υπερβάλλει, αλλά δεν είναι ανεξέλεγκτος. Ο Σπύρος Πούλης, αν και τον νιώθω λίγο ξύλινο, έχει βρει ένα προσωπικό στυλ και έχει χιούμορ. Ο Σπύρος Σπαντίδας είναι ο πιο εύπλαστος από τους τρεις αλλά μοιάζει πάντα να παίζει κάπως αβασάνιστα, «εύκολα». Και δεν βρήκα πειστικό τον τρόπο που υποδύεται τον τυφλό.
  • Η Δήμητρα Στογιάννη, σε εξισορροπητικό ρόλο μπαλαντέρ, τα καταφέρνει άριστα. Πειστικότατα αθώα χωρίς να φαίνεται ηλίθια, έχει μέτρο, γούστο και μια λαϊκότητα που ποτέ δεν γλιστράει στη φτήνια. Και χειρίζεται ως έμπειρη το είδος. Τη βρήκα να έχει εξελιχθεί και μακάρι να εξελιχθεί περισσότερο.
  • Εν ολίγοις. Ενα «δροσερό καλοκαιρινό θέαμα», όπως έγραφαν παλιά, που μάλλον θα το ευχαριστηθείτε.
Post a comment or leave a trackback: Trackback URL.

Σχόλια

  • Παναγιώτα Κουκούλη  On 5 Ιανουαρίου, 2012 at 10:14 μμ

    θέλω οποσδήποτε πρόσκληση για το δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλάω

Αφήστε απάντηση στον/στην Παναγιώτα Κουκούλη Ακύρωση απάντησης